δημοσιότης
Νέα ελληνικά (el)
| καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | δημοσιότης | αἱ | δημοσιότητες | ||||
| γενική | τῆς | δημοσιότητος | τῶν | δημοσιοτήτων | ||||
| δοτική | τῇ | δημοσιότητι | ταῖς | δημοσιότησι(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | δημοσιότητα | τὰς | δημοσιότητας | ||||
| κλητική ὦ! | δημοσιότης | δημοσιότητες | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- δημοσιότης < αρχαία ελληνική δημόσι(ος) + -ότης → και δείτε τη λέξη δημοσιότητα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.