δημοπρατώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- δημοπρατώ < δημοπράτης + -ώ < αρχαία ελληνική δημοπράτης < δῆμος + πράτης / πρατήρ (=πωλητής) < πιπράσκω / πέρνημι
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη δημοπρασία
Συνώνυμα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | δημοπρατώ | δημοπρατούσα | θα δημοπρατώ | να δημοπρατώ | δημοπρατώντας | |
| β' ενικ. | δημοπρατείς | δημοπρατούσες | θα δημοπρατείς | να δημοπρατείς | (δημοπράτει) | |
| γ' ενικ. | δημοπρατεί | δημοπρατούσε | θα δημοπρατεί | να δημοπρατεί | ||
| α' πληθ. | δημοπρατούμε | δημοπρατούσαμε | θα δημοπρατούμε | να δημοπρατούμε | ||
| β' πληθ. | δημοπρατείτε | δημοπρατούσατε | θα δημοπρατείτε | να δημοπρατείτε | δημοπρατείτε | |
| γ' πληθ. | δημοπρατούν(ε) | δημοπρατούσαν(ε) | θα δημοπρατούν(ε) | να δημοπρατούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | δημοπράτησα | θα δημοπρατήσω | να δημοπρατήσω | δημοπρατήσει | ||
| β' ενικ. | δημοπράτησες | θα δημοπρατήσεις | να δημοπρατήσεις | δημοπράτησε | ||
| γ' ενικ. | δημοπράτησε | θα δημοπρατήσει | να δημοπρατήσει | |||
| α' πληθ. | δημοπρατήσαμε | θα δημοπρατήσουμε | να δημοπρατήσουμε | |||
| β' πληθ. | δημοπρατήσατε | θα δημοπρατήσετε | να δημοπρατήσετε | δημοπρατήστε | ||
| γ' πληθ. | δημοπράτησαν δημοπρατήσαν(ε) |
θα δημοπρατήσουν(ε) | να δημοπρατήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω δημοπρατήσει | είχα δημοπρατήσει | θα έχω δημοπρατήσει | να έχω δημοπρατήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις δημοπρατήσει | είχες δημοπρατήσει | θα έχεις δημοπρατήσει | να έχεις δημοπρατήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει δημοπρατήσει | είχε δημοπρατήσει | θα έχει δημοπρατήσει | να έχει δημοπρατήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε δημοπρατήσει | είχαμε δημοπρατήσει | θα έχουμε δημοπρατήσει | να έχουμε δημοπρατήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε δημοπρατήσει | είχατε δημοπρατήσει | θα έχετε δημοπρατήσει | να έχετε δημοπρατήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν δημοπρατήσει | είχαν δημοπρατήσει | θα έχουν δημοπρατήσει | να έχουν δημοπρατήσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.