δεσμωτήριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δεσμωτήριο τα δεσμωτήρια
      γενική του δεσμωτήριου
& δεσμωτηρίου
των δεσμωτήριων
& δεσμωτηρίων
    αιτιατική το δεσμωτήριο τα δεσμωτήρια
     κλητική δεσμωτήριο δεσμωτήρια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δεσμωτήριο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

δεσμωτήριο ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.