δεξιοσύνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δεξιοσύνη οι δεξιοσύνες
      γενική της δεξιοσύνης των δεξιοσυνών
    αιτιατική τη δεξιοσύνη τις δεξιοσύνες
     κλητική δεξιοσύνη δεξιοσύνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δεξιοσύνη < δεξιός + -οσύνη

Ουσιαστικό

δεξιοσύνη θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.