δεματάρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δεματάρα οι δεματάρες
      γενική της δεματάρας
    αιτιατική τη δεματάρα τις δεματάρες
     κλητική δεματάρα δεματάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δεματάρα < δέμα, δέματ-(α) + μεγεθυντικό επίθημα -άρα

Ουσιαστικό

δεματάρα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.