δεκατετράδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δεκατετράδα οι δεκατετράδες
      γενική της δεκατετράδας των δεκατετράδων
    αιτιατική τη δεκατετράδα τις δεκατετράδες
     κλητική δεκατετράδα δεκατετράδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δεκατετράδα < δέκα + τετράδα

Ουσιαστικό

δεκατετράδα θηλυκό (αριθμητικό - περιληπτικό)

  • σύνολο, υποσύνολο, ή ενότητα δεκατεσσάρων μονάδων (προσώπων, πραγμάτων ή συναφών εννοιών)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.