δείχτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | δείχτης | οι | δείχτες |
| γενική | του | δείχτη | των | δειχτών |
| αιτιατική | τον | δείχτη | τους | δείχτες |
| κλητική | δείχτη | δείχτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δείχτης < δείκτης
Μεταφράσεις
δείχτης
|
→ δείτε τη λέξη δείκτης |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.