δαυλί

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δαυλί τα δαυλιά
      γενική του δαυλιού των δαυλιών
    αιτιατική το δαυλί τα δαυλιά
     κλητική δαυλί δαυλιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δαυλί < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

δαυλί ουδέτερο

  1. δάδα, δαυλός
  2. το αποτέλεσμα της υπερβολικής κατανάλωσης αλκοόλ
     συνώνυμα: "καζίκι"
    "Πήγα σε μια κουρά και έγινα δαύλι τση μεθιάς"

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.