δαμασκηνουργία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δαμασκηνουργία οι δαμασκηνουργίες
      γενική της δαμασκηνουργίας των δαμασκηνουργιών
    αιτιατική τη δαμασκηνουργία τις δαμασκηνουργίες
     κλητική δαμασκηνουργία δαμασκηνουργίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δαμασκηνουργία < δαμασκηνουργός + -ία

Ουσιαστικό

δαμασκηνουργία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.