δίκαιον

Νέα ελληνικά (el)

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ δίκαιον τὰ δίκαια
      γενική τοῦ δικαίου τῶν δικαίων
      δοτική τῷ δικαί τοῖς δικαίοις
    αιτιατική τὸ δίκαιον τὰ δίκαια
     κλητική ! δίκαιον δίκαια
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δίκαιον < αρχαία ελληνική δίκαιος

Ουσιαστικό

δίκαιον ουδέτερο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.