δειρά
Αρχαία ελληνικά
(grc)
Ουσιαστικό
δειρά
θηλυκό
δωρικός τύπος
του
δέρη
αττικός τύπος
:
δέρη
αιολικοί τύποι
:
δέρα
,
δέρρη
ιωνικός τύπος
:
δειρή
αρκαδικός τύπος
:
δερϝά
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.