γύμνωσις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική γύμνωσῐς αἱ γυμνώσεις
      γενική τῆς γυμνώσεως τῶν γυμνώσεων
      δοτική τῇ γυμνώσει ταῖς γυμνώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν γύμνωσῐν τὰς γυμνώσεις
     κλητική ! γύμνωσῐ γυμνώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γυμνώσει
γεν-δοτ τοῖν  γυμνωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γύμνωσις < γυμνόω, γυμνώ + -σις < γυμνός

Ουσιαστικό

γύμνωσις θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.