γύμνωσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | γύμνωσῐς | αἱ | γυμνώσεις |
| γενική | τῆς | γυμνώσεως | τῶν | γυμνώσεων |
| δοτική | τῇ | γυμνώσει | ταῖς | γυμνώσεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | γύμνωσῐν | τὰς | γυμνώσεις |
| κλητική ὦ! | γύμνωσῐ | γυμνώσεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γυμνώσει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | γυμνωσέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γύμνωσις < γυμνόω, γυμνώ + -σις < γυμνός
Πηγές
- γύμνωσις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γύμνωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.