γυμνόω
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
|---|---|---|
| Ενεστώτας | γυμνῶ | γυμνοῦμαι |
| Παρατατικός | ||
| Μέλλοντας | γυμνώσω | |
| Αόριστος | ἐγύμνωσα | ἐγυμνώθην |
| Παρακείμενος | ||
| Υπερσυντέλικος | ||
| Συντελ.Μέλλ. |
Ετυμολογία
- γυμνόω < γυμνός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.