γυψοκονία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γυψοκονία οι γυψοκονίες
      γενική της γυψοκονίας των γυψοκονιών
    αιτιατική τη γυψοκονία τις γυψοκονίες
     κλητική γυψοκονία γυψοκονίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γυψοκονία < γύψος + -ο- + κονία

Ουσιαστικό

γυψοκονία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.