γυμναστήριον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | γυμναστήριον | τὰ | γυμναστήριᾰ |
| γενική | τοῦ | γυμναστηρίου | τῶν | γυμναστηρίων |
| δοτική | τῷ | γυμναστηρίῳ | τοῖς | γυμναστηρίοις |
| αιτιατική | τὸ | γυμναστήριον | τὰ | γυμναστήριᾰ |
| κλητική ὦ! | γυμναστήριον | γυμναστήριᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γυμναστηρίω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | γυμναστηρίοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γυμναστήριον < αρχαία ελληνική γυμνάσιον < γυμνάζω < γυμνός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *nogʷmós < *nogʷós (γυμνός) → λείπει η ετυμολογία
Πηγές
- γυμναστήριον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.