γυμνασιοκόριτσο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γυμνασιοκόριτσο τα γυμνασιοκόριτσα
      γενική του γυμνασιοκόριτσου των γυμνασιοκόριτσων
    αιτιατική το γυμνασιοκόριτσο τα γυμνασιοκόριτσα
     κλητική γυμνασιοκόριτσο γυμνασιοκόριτσα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γυμνασιοκόριτσο < γυμνάσιο + κορίτσι

Ουσιαστικό

γυμνασιοκόριτσο ουδέτερο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.