γρηγορώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- γρηγορώ < ελληνιστική γρηγορῶ < αρχαία ελληνική ἐγρηγορῶ < ἐγρήγορα, Παρακείμενος του ἐγείρω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɣɾi.ɣoˈɾo/
Μεταφράσεις
γρηγορώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.