γράμμωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γράμμωση οι γραμμώσεις
      γενική της γράμμωσης* των γραμμώσεων
    αιτιατική τη γράμμωση τις γραμμώσεις
     κλητική γράμμωση γραμμώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, γραμμώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γράμμωση < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

γράμμωση θηλυκό

  1. καλοσχηματισμένοι μύωνες λόγω εκγύμνασης
  2. χαρακιές ή λωρίδες που φαίνονται σε ένα υλικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.