γράμμωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γράμμωση | οι | γραμμώσεις |
| γενική | της | γράμμωσης* | των | γραμμώσεων |
| αιτιατική | τη | γράμμωση | τις | γραμμώσεις |
| κλητική | γράμμωση | γραμμώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, γραμμώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γράμμωση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
γράμμωση θηλυκό
- καλοσχηματισμένοι μύωνες λόγω εκγύμνασης
- χαρακιές ή λωρίδες που φαίνονται σε ένα υλικό
Μεταφράσεις
γράμμωση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.