γουόκμαν
Νέα ελληνικά (el)
.jpg.webp)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈɣuok.man/
Ουσιαστικό
γουόκμαν ουδέτερο άκλιτο
- φορητή συσκευή αναπαραγωγής ήχου (μαγνητόφωνο ή CD player) με ακουστικά
- γουώκμαν (μη απλοποιημένη)
Αναφορές
- γουόκμαν - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.