γουστερίτσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γουστερίτσα οι γουστερίτσες
      γενική της γουστερίτσας
    αιτιατική τη γουστερίτσα τις γουστερίτσες
     κλητική γουστερίτσα γουστερίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γουστερίτσα < σλαβική gusteritsa (βλέπε και σερβικό гу̏штер (gȕšter)

Ουσιαστικό

γουστερίτσα θηλυκό

  1. η τοιχόσαυρα (Podarcis muralis) που συναντιέται σε όλη την Ευρώπη
  2. (γενικότερα) μικρή σαύρα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.