γλύστρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γλύστρα | οι | γλύστρες |
| γενική | της | γλύστρας | — | |
| αιτιατική | τη | γλύστρα | τις | γλύστρες |
| κλητική | γλύστρα | γλύστρες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γλύστρα < γλιστρώ
Ουσιαστικό
γλύστρα θηλυκό και γλίστρα
- οποιοσδήποτε ολισθηρός τόπος
- (λαϊκότροπο): παράλιο μέρος κατάλληλα διαμορφωμένο για την ομαλή καθέλκυση / ανέλκυση σκαφών από τρέιλερ
- γλίστρημα
Μεταφράσεις
γλύστρα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.