γκλασάρισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | γκλασάρισμα | τα | γκλασαρίσματα |
| γενική | του | γκλασαρίσματος | των | γκλασαρισμάτων |
| αιτιατική | το | γκλασάρισμα | τα | γκλασαρίσματα |
| κλητική | γκλασάρισμα | γκλασαρίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γκλασάρισμα < γκλασάρω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.