γκεβεζιλίκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | γκεβεζιλίκι | τα | γκεβεζιλίκια |
| γενική | του | γκεβεζιλικιού | των | γκεβεζιλικιών |
| αιτιατική | το | γκεβεζιλίκι | τα | γκεβεζιλίκια |
| κλητική | γκεβεζιλίκι | γκεβεζιλίκια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γκεβεζιλίκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική gevezelik
Συνώνυμα
- → δείτε τη λέξη φλυαρία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.