γεμιστήρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γεμιστήρα | οι | γεμιστήρες |
| γενική | της | γεμιστήρας | των | γεμιστήρων |
| αιτιατική | τη | γεμιστήρα | τις | γεμιστήρες |
| κλητική | γεμιστήρα | γεμιστήρες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γεμιστήρα < γεμιστήρας + -α
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.