γαριδομακαρονάδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γαριδομακαρονάδα οι γαριδομακαρονάδες
      γενική της γαριδομακαρονάδας των γαριδομακαρονάδων
    αιτιατική τη γαριδομακαρονάδα τις γαριδομακαρονάδες
     κλητική γαριδομακαρονάδα γαριδομακαρονάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
γαριδομακαρονάδα

Ετυμολογία

γαριδομακαρονάδα < γαρίδ(α) + -ο- + μακαρονάδα

Ουσιαστικό

γαριδομακαρονάδα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.