γαλόπουλο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γαλόπουλο τα γαλόπουλα
      γενική του γαλόπουλου των γαλόπουλων
    αιτιατική το γαλόπουλο τα γαλόπουλα
     κλητική γαλόπουλο γαλόπουλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γαλόπουλο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

γαλόπουλο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.