γαλακτοκομικά
Νέα ελληνικά (el)
Ουσιαστικό
γαλακτοκομικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Μεταφράσεις
Κλιτικός τύπος επιθέτου
γαλακτοκομικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του γαλακτοκομικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.