γάδαρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γάδαρος οι γάδαροι
      γενική του γαδάρου
& γάδαρου
των γαδάρων
    αιτιατική τον γάδαρο τους γαδάρους
& γάδαρους
     κλητική γάδαρε γάδαροι
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

γάδαρος αρσενικό, πληθυντικός γάδαροι ή γαδάροι

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.