βρεκτηρία

Νέα ελληνικά (el)

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική βρεκτηρία αἱ βρεκτηρίαι
      γενική τῆς βρεκτηρίας τῶν βρεκτηριῶν
      δοτική τῇ βρεκτηρί ταῖς βρεκτηρίαις
    αιτιατική τὴν βρεκτηρίαν τὰς βρεκτηρίας
     κλητική ! βρεκτηρία βρεκτηρίαι
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βρεκτηρία < βρέχω + -τηρία  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

βρεκτηρία θηλυκό

Συγγενικά

Αναφορές

  1. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.