βραχομηχανική
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βραχομηχανική | οι | βραχομηχανικές |
| γενική | της | βραχομηχανικής | των | βραχομηχανικών |
| αιτιατική | τη | βραχομηχανική | τις | βραχομηχανικές |
| κλητική | βραχομηχανική | βραχομηχανικές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
βραχομηχανική θηλυκό
Μεταφράσεις
βραχομηχανική
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.