βραγχώδης
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | βραγχώδης | τὸ | βραγχῶδες | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | βραγχώδους | τοῦ | βραγχώδους | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | βραγχώδει | τῷ | βραγχώδει | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | βραγχώδη | τὸ | βραγχῶδες | ||
| κλητική ὦ! | βραγχῶδες | βραγχῶδες | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | βραγχώδεις | τὰ | βραγχώδη | ||
| γενική | τῶν | βραγχώδων | τῶν | βραγχώδων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | βραγχώδεσῐ(ν) | τοῖς | βραγχώδεσῐ(ν) | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | βραγχώδεις | τὰ | βραγχώδη | ||
| κλητική ὦ! | βραγχώδεις | βραγχώδη | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βραγχώδει | τὼ | βραγχώδει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | βραγχώδοιν | τοῖν | βραγχώδοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'μανιώδης' όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Πηγές
- βραγχώδης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.