βοηθέω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  βοηθέω, βοηθῶ   βοηθέομαι, βοηθοῦμαι 
Παρατατικός  ἐβοήθεον, ἐβοήθουν   ἐβοηθεόμην, ἐβοηθούμην 
Μέλλοντας  βοηθήσω   βοηθήσομαι & βοηθηθήσομαι 
Αόριστος  ἐβοήθησα   ἐβοηθησάμην & ἐβοηθήθην 
Παρακείμενος  βεβοήθηκα   βεβοήθημαι 
Υπερσυντέλικος  ἐβεβοηθήκειν   ἐβεβοηθήμην 
Συντελ.Μέλλ.  βεβοηθηκώς ἔσομαι   βεβοηθημένος ἔσομαι 

Ετυμολογία

βοηθέω < *βοηθοέω < βοηθόος < βοή + θόος από το ρήμα θέω. Όπως στη φράση ἐπί βοήν θέω (σπεύδω να βοηθήσω σε κραυγή). Όμοιο το βοηδρομέω.

Ρήμα

βοηθέω (συνηρμένο: βοηθῶ)

Παράγωγα

  • ἀντιβοηθέω, -ῶ
  • ἐκβοηθέω, -ῶ
  • ἐπεκβοηθέω, -ῶ
  • ἐπιβοηθέω, -ῶ
  • παραβοηθέω, -ῶ
  • παρεπιβοηθέω, -ῶ
  • προβοηθέω, -ῶ
  • προσβοηθέω, -ῶ
  • προσεπιβοηθέω, -ῶ
  • συμβοηθέω, -ῶ
  • συνεκβοηθέω, -ῶ
  • συνεπιβοηθέω, -ῶ
  • ὑποβοηθέω, -ῶ

Συγγενικά

Κλίση

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.