βλατίδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βλατίδα | οι | βλατίδες |
| γενική | της | βλατίδας | των | βλατίδων |
| αιτιατική | τη | βλατίδα | τις | βλατίδες |
| κλητική | βλατίδα | βλατίδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βλατίδα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
βλατίδα θηλυκό
- μικρό έπαρμα του δέρματος <0,5 εκατ. προεξέχει και είναι ψηλαφητό
Μεταφράσεις
βλατίδα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.