βλασφημέω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

βλασφημέω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

βλασφημέω / βλασφημῶ

  1. μιλώ με αισχρές ή ανίερες λέξεις, μιλώ αψήφιστα ή εσφαλμένα για ιερά πράγματα
     δείτε παράθεμα στο βλασφημῶν
  2. μιλώ με κακεντρέχεια ή προκατάληψη εναντίον κάποιου, δυσφημώ
     δείτε παράθεμα στο βλασφημῶν
  3. (στην παθητική φωνή) κακολογούμαι, κατηγορούμαι
  4. (στην παθητική φωνή) είμαι βλάσφημος, βλαστημώ το θεό, μιλώ με ασέβεια

Παράγωγα

  • ἀντιβλασφημέω
  • βλασφημία
  • βλάσφημος
  • ἐπιβλασφημέω
  • προσβλασφημέω
  • βλασφημητέος
  • βλασφημητήριον
  • βλασφημολόγος
  • βλασφημοσύνη
  • βλασφήμως

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.