αψήφιστα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αψήφιστα < αψήφιστος
Επίρρημα
αψήφιστα
- χρησιμοποιείται κυρίως με το ρήμα παίρνω, στη φράση π.χ. το πήρε αψήφιστα, υποδηλώνοντας ότι κάτι έγινε χωρίς περίσκεψη, με τους ενεργούντες να θεωρούν ένα θέμα πιο ασήμαντο από όσο ήταν ή και να μην αντιδρούν διόλου σε ένα δεδομένο ζήτημα, υποτιμώντας τις συνέπειές του και θεωρώντας το άξιο να αγνοηθεί ή πάντως όχι άξιο ιδιαίτερης προσοχής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.