κατηγορούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κατηγορούμαι < παθητική φωνή του κατηγορώ
Ρήμα
κατηγορούμαι, στ.μέλλ.: θα κατηγορηθώ, αόρ.: κατηγορήθηκα, μτχ. ενεστ. κατηγορούμενος
- με κατηγορούν
Μεταφράσεις
κατηγορούμαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.