βιντεοεφημερίδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βιντεοεφημερίδα οι βιντεοεφημερίδες
      γενική της βιντεοεφημερίδας των βιντεοεφημερίδων
    αιτιατική τη βιντεοεφημερίδα τις βιντεοεφημερίδες
     κλητική βιντεοεφημερίδα βιντεοεφημερίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βιντεοεφημερίδα < βίντεο + εφημερίδα

Ουσιαστικό

βιντεοεφημερίδα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.