βιντεοδιαφήμιση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βιντεοδιαφήμιση | οι | βιντεοδιαφημίσεις |
| γενική | της | βιντεοδιαφήμισης | των | βιντεοδιαφημίσεων |
| αιτιατική | τη | βιντεοδιαφήμιση | τις | βιντεοδιαφημίσεις |
| κλητική | βιντεοδιαφήμιση | βιντεοδιαφημίσεις | ||
| Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
| Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βιντεοδιαφήμιση < βιντεο- + διαφήμιση
Ουσιαστικό
βιντεοδιαφήμιση θηλυκό
Μεταφράσεις
βιντεοδιαφήμιση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.