βιλαέτιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βιλαέτιο τα βιλαέτια
      γενική του βιλαετίου
& βιλαέτιου
των βιλαετίων
    αιτιατική το βιλαέτιο τα βιλαέτια
     κλητική βιλαέτιο βιλαέτια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βιλαέτιο < βιλαέτ(ι) + -ιο

Ουσιαστικό

βιλαέτιο ουδέτερο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.