βιβλιοσυλλέκτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βιβλιοσυλλέκτης οι βιβλιοσυλλέκτες
      γενική του βιβλιοσυλλέκτη των βιβλιοσυλλεκτών
    αιτιατική τον βιβλιοσυλλέκτη τους βιβλιοσυλλέκτες
     κλητική βιβλιοσυλλέκτη βιβλιοσυλλέκτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βιβλιοσυλλέκτης < βιβλίο + συλλέκτης

Ουσιαστικό

βιβλιοσυλλέκτης αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.