βασάνισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | βασάνισμα | τα | βασανίσματα |
| γενική | του | βασανίσματος | των | βασανισμάτων |
| αιτιατική | το | βασάνισμα | τα | βασανίσματα |
| κλητική | βασάνισμα | βασανίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βασάνισμα < μεσαιωνική ελληνική βασάνισμα
Μεταφράσεις
βασάνισμα
|
→ δείτε τη λέξη βασανισμός |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.