βαρυχειμωνιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βαρυχειμωνιά | οι | βαρυχειμωνιές |
| γενική | της | βαρυχειμωνιάς | των | βαρυχειμωνιών |
| αιτιατική | τη | βαρυχειμωνιά | τις | βαρυχειμωνιές |
| κλητική | βαρυχειμωνιά | βαρυχειμωνιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βαρυχειμωνιά < βαρυ- + χειμώνας
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.