βαρομετρικό υψηλό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | βαρομετρικό υψηλό | τα | βαρομετρικά υψηλά |
| γενική | του | βαρομετρικού υψηλού | των | βαρομετρικών υψηλών |
| αιτιατική | το | βαρομετρικό υψηλό | τα | βαρομετρικά υψηλά |
| κλητική | βαρομετρικό υψηλό | βαρομετρικά υψηλά | ||
| Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βαρομετρικό υψηλό < → δείτε τις λέξεις βαρομετρικό και υψηλό
Προφορά
- ΔΦΑ : /va.ɾo.me.tɾiˈko i.psiˈlo/
Πολυλεκτικός όρος
βαρομετρικό υψηλό ουδέτερο
- (μετεωρολογία) περιοχή όπου παρατηρούνται υψηλές τιμές ατμοσφαιρικής πίεσης, αντικυκλώνας
- ※ Ένας ισχυρός αντικυκλώνας, δηλαδή ένα πολύ υψηλό βαρομετρικό, που θα διαρκέσει έως τις 24 Ιανουαρίου, ξεκίνησε να σχηματίζεται στη Βορειοδυτική Ευρώπη την Κυριακή. (Πόσο θα επηρεαστεί η Ελλάδα από τον αντικυκλώνα, εφημερίδα Τα Νέα, 20 Ιανουαρίου 2020)
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
βαρομετρικό υψηλό
|
→ δείτε τη λέξη αντικυκλώνας |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.