βαρομετρικό υψηλό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βαρομετρικό υψηλό τα βαρομετρικά υψηλά
      γενική του βαρομετρικού υψηλού των βαρομετρικών υψηλών
    αιτιατική το βαρομετρικό υψηλό τα βαρομετρικά υψηλά
     κλητική βαρομετρικό υψηλό βαρομετρικά υψηλά
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βαρομετρικό υψηλό <  δείτε τις λέξεις βαρομετρικό και υψηλό

Προφορά

ΔΦΑ : /va.ɾo.me.tɾiˈko i.psiˈlo/

Πολυλεκτικός όρος

βαρομετρικό υψηλό ουδέτερο

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.