βαλσάμωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | βαλσάμωμα | τα | βαλσαμώματα |
| γενική | του | βαλσαμώματος | των | βαλσαμωμάτων |
| αιτιατική | το | βαλσάμωμα | τα | βαλσαμώματα |
| κλητική | βαλσάμωμα | βαλσαμώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.