βαλίνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βαλίνη οι βαλίνες
      γενική της βαλίνης των βαλινών
    αιτιατική τη βαλίνη τις βαλίνες
     κλητική βαλίνη βαλίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βαλίνη < βαλερικό οξύ < βαλεριάνα + -ίνη  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

Συντακτικός τύπος βαλίνης.

βαλίνη θηλυκό

  1. (βιολογία) ένα από τα είκοσι αμινοξέα που βρίσκονται συνήθως στην πρωτεΐνη.
  2. (βιοχημεία, αμινοξύ) απαραίτητο αμινοξύ με τύπο (CH3)2-CH-CH(NH2)-COOH και σύμβολο Val ή V

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.