βαθύχορδο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | βαθύχορδο | τα | βαθύχορδα |
| γενική | του | βαθύχορδου & βαθυχόρδου |
των | βαθύχορδων & βαθυχόρδων |
| αιτιατική | το | βαθύχορδο | τα | βαθύχορδα |
| κλητική | βαθύχορδο | βαθύχορδα | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βαθύχορδο < → λείπει η ετυμολογία
Μεταφράσεις
βαθύχορδο
|
→ δείτε τη λέξη κοντραμπάσο |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.