βαγγέλιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βαγγέλιο τα βαγγέλια
      γενική του βαγγέλιου των βαγγέλιων
    αιτιατική το βαγγέλιο τα βαγγέλια
     κλητική βαγγέλιο βαγγέλια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βαγγέλιο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

βαγγέλιο ουδέτερο

 δείτε τη λέξη  ευαγγέλιο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.