βαγαπόντης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | βαγαπόντης | οι | βαγαπόντηδες |
| γενική | του | βαγαπόντη | των | βαγαπόντηδων |
| αιτιατική | τον | βαγαπόντη | τους | βαγαπόντηδες |
| κλητική | βαγαπόντη | βαγαπόντηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βαγαπόντης (άμεσο δάνειο) ιταλική vagabond(o) + -ης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.