βαβεσίωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βαβεσίωση | οι | βαβεσιώσεις |
| γενική | της | βαβεσίωσης* | των | βαβεσιώσεων |
| αιτιατική | τη | βαβεσίωση | τις | βαβεσιώσεις |
| κλητική | βαβεσίωση | βαβεσιώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, βαβεσιώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βαβεσίωση < (λόγιο δάνειο) αγγλική babesiosis < ρουμανική Victor Babeș (ανθρωπωνύμιο)
Μεταφράσεις
βαβεσίωση
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.