αὐτοχειρία
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | αὐτοχειρίᾱ | αἱ | αὐτοχειρίαι |
| γενική | τῆς | αὐτοχειρίᾱς | τῶν | αὐτοχειριῶν |
| δοτική | τῇ | αὐτοχειρίᾳ | ταῖς | αὐτοχειρίαις |
| αιτιατική | τὴν | αὐτοχειρίᾱν | τὰς | αὐτοχειρίᾱς |
| κλητική ὦ! | αὐτοχειρίᾱ | αὐτοχειρίαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | αὐτοχειρίᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | αὐτοχειρίαιν | ||
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.